ὁλκοί

ὁλκοί
ὁλκός 1
drawing to oneself
masc nom/voc pl
ὁλκός 2
machine for hauling
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ολκός — (I) ὁλκός, ή, όν (Α) 1. αυτός που έλκει, ελκτικός («μάθημα ψυχῆς ὁλκὸν ἀπὸ τοῡ γιγνομένου ἐπὶ τὸ ὄν», Πλάτ.) 2. άπληστος, λαίμαργος 3. αυτός που σύρεται καταγής 4. (κατά τον Ησύχ.) «ὁλκά δυνατά» 5. (η αιτ. τού ουδ. στον συγκριτ. ως επίρρ.)… …   Dictionary of Greek

  • ВОЛЬКИ, (II) — •Volci, Ου̉όλκοι, город Этрурии на севере от Тарквиниев, пользовавшийся когда то значением, н. Пиано ди Вульчи на реке Фиора; в тамошнем древнем некрополе встречается много древностей …   Реальный словарь классических древностей

  • Вольки —     I.    • Volcae,          Ου̉ωλκαί, Ου̉όλκαι,     I. могущественное кельтское племя в нарбонской Галлии, доходившее до границ Аквитании и до Родана; но некогда оно простиралось и дальше его. Liv. 21, 26. С древних времен В. предпринимали… …   Реальный словарь классических древностей

  • γκιοστέκι — και γκιουστέκι και κιοστέκι, το 1. δεσμός 2. υποστήριγμα 3. πληθ. δύο στύλοι που υποστηρίζουν το ποδόστημα τού πλοίου που βρίσκεται πάνω στη ναυπηγική σχάρα 4. δύο αντίτονοι ολκοί τής μεγαλύτερης κεραίας τού πλοίου 5. κόσμημα τών βόρειων Ελλήνων… …   Dictionary of Greek

  • νεωλκός — ο (Α νεωλκός) αυτός που έλκει τα πλοία στη ξηρά, που φέρνει τα πλοία στο νεώλκιο («νεωλκοῡ δὲ σκεύη, φάλαγγες, φαλάγγια, ὅλκοι», Πολυδ.) νεοελλ. το νεώλκιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < *νηF ολκός (< *νāF ολκός) < ναῦς, νᾶος / νηός «πλοίο» + ολκός (<… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”